Ο αρχιτέκτονας Α. Ορλάνδος χρονολόγησε την ίδρυση του μοναστηριού στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα, ενώ στα τέλη του 10ου αιώνα τοποθετεί το μνημείο και ο αρχαιολόγος, Π. Βοκοτόπουλος. Με την ίδια χρονολόγηση συνηγορούν και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του καθολικού. Το μνημείο αποτελείται από το καθολικό του ναού του Γενεσίου της Θεοτόκου, τα προκτίσματά του και το κωδωνοστάσιο, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχει ελαιοτριβείο και το παρεκκλήσι του Οσίου Ονουφρίου.
Παλαιότερες μελετητές θεωρούν ότι το μνημείο ανήκει στον σπάνιο τύπο του ημιεγγεγγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Έχει, δηλαδή κάτοψη ελεύθερου σταυρού του οποίου η μία κεραία εξέχει ανατολικά και το υπόλοιπο δυτικό τμήμα εγγράφεται σε ορθογώνιο. .
Στο εσωτερικό του ναού, ενδιαφέρον παρουσιάζει η παλαιοχριστιανική τράπεζα προσφορών που είναι χτισμένη στην ανατολική κόγχη του ιερού και θεωρείται ότι προέρχεται από μια από τις δύο παλαιχριστιανικές βασιλικές που ανασκάφηκαν στο νησάκι Κέφαλος, του Αμβρακικού.
Το αρχικό δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο, όπως μαρτυρεί το 1437, ο Ιταλός περιηγητής, Κυριακός Αγκωνιεύς, ο οποίος, μάλιστα αναφέρει και μία επιτύμβια στήλη, σε δεύτερη χρήση ως πλάκα του δαπέδου.
Μερικές από τις παραστάσεις είναι η Παναγία στον τύπο της Βλαχερνίτισσας στην κόγχη του ιερού, ο Ευαγγελισμός, η Πεντηκοστή, η θεία Λειτουργία στις ζώνες της καμάρας και τα Πάθη του Χριστού που από τα σωζόμενα τμήμα φαίνεται ότι ιστορούταν στον παλαιό νάρθηκα. Η ενσωμάτωση του νάρθηκα στον κύριο χώρο του ναού είναι ίσως υπεύθυνη και για την σπάνια περίπτωση της εικονογράφησης της καμάρας της οροφής του. Παρόλη τη φθορά, διακρίνονται τρία μετάλλια με τις μορφές του Χριστού Εμμανουήλ και της Θεοτόκου στα δύο ακρινά και, πιθανότατα τη μορφή του Χριστού, στο κεντρικό.