Όταν ο ερασιτεχνισµός ξεπεράστηκε και το θέατρο στην πόλη της Άρτας πέρασε σε άλλο επίπεδο.
Τα πρώτα χρόνια της δηµιουργίας
Aµέσως µετά την ίδρυσή του το 1980, ο πολιτιστικός σύλλογος Μακρυγιάννης συγκρότησε θεατρική οµάδα και κάλεσε από την Αθήνα τη σκηνοθέτιδα Βάσω Παπαθεοδώρου για να ανεβάσει το έργο του Άρθουρ Μίλερ «Ήταν όλοι τους παιδιά µου». Αφού δεν υπήρχε προηγούµενη εµπειρία (το ερασιτεχνικό θέατρο στη πόλη είχε σταµατήσει για πολλά χρόνια) οι ηθοποιοί που πλαισίωσαν τη θεατρική οµάδα και επωµίστηκαν τους δύσκολους ρόλους, δεν διέθεταν τίποτε περισσότερο από όρεξη για δουλειά . Η σκηνοθέτις τους µετέδωσε γνώσεις και αγάπη για το θέατρο. Προερχόµενη και η ίδια από τον ερασιτεχνισµό ήξερε πώς να αντιµετωπίζει και να εµψυχώνει πρωτόβγαλτους ηθοποιούς. Η θεατρική οµάδα ήταν σαν να ξεκινούσε από το µηδέν, όχι µόνο γιατί το ανθρώπινο υλικό δεν είχε προπαιδεία, αλλά και γιατί δεν υπήρχε η κατάλληλη υλικοτεχνική υποδοµή. Μια ακόµα δυσκολία ήταν το ότι ο σύλλογος δεν διέθετε αίθουσα και οι παραστάσεις δίνονταν στον κινηµατογράφο «Άλεξ» και αργότερα στο θέατρο του κάστρου.
Παρά τις αντιξοότητες ο θίασος συνέχισε τις προσπάθειές του µέχρι που το 1984 τον ανέλαβε ο Γρηγόρης Βαφιάς, που µε την επαγγελµατική του αυστηρότητα, επέβαλε καλλιτεχνική άποψη και ιδεολογικό υπόβαθρο. Οι παραστάσεις του Μ διαµόρφωναν αισθητική και ήθος, διασκέδαζαν και δίδασκαν συγχρόνως. Μέσα από αυτές αναδείχθηκαν ταλέντα όπως ο Γιάννης Δηµοθόδωρος και ο Γιάννης Οικονόµου, έλαµψαν αστέρια, όπως η Έφη Νάκα, ο Πέτρος Πετρής, η Ρόδα Κιτσαντά, ενώ καθοριστική, αν και σύντοµη, ήταν η παρουσία του Γιάννη Γιαννόπουλου. Ο Βαφιάς συνεργάστηκε µε µεγάλα ονόµατα στο χώρο της σκηνογραφίας, όπως τον Στεφανέλη, τον Ανεµογιάννη και τον Ζωγράφο. Ως δάσκαλος ορθοφωνίας σε δραµατικές σχολές των Αθηνών επέµενε στη σωστή εκφορά του λόγου και ως σπουδαίος ηθοποιός δίδαξε την υποκριτική τέχνη.
Τα καλλίτερα (The best of)
Tο χαρακτηριστικό της θεατρικής οµάδας του Μ ήταν ότι δούλεψε µε πολλούς σκηνοθέτες. Μετά τον Βαφιά ξανάρθε η Παπαθεοδώρου που εν τω µεταξύ είχε αποκτήσει περισσότερη πείρα και τεχνική. Διορισµένος καθηγητής στην Άρτα ο ηθοποιός Νίκος Σταυρόπουλος ανέλαβε κι αυτός για λίγο µε πάθος τα ηνία του θιάσου. Αργότερα ήρθε στην Άρτα µε ανανεωτικές ιδέες ο Δηµήτρης Πανταζής. Ο Θοδωρής Γκόγκος µε το σκηνογράφο Θανάση Τζάτσο που ακολούθησαν, έβρισκαν πάντα έξυπνες λύσεις για την καλή οργάνωση των παραστάσεων.
Στις κορυφαίες στιγµές της θεατρικής οµάδας συγκαταλέγεται η επιθεώρηση «Μοντέρνα Αρτινιά», συνέχεια κατά κάποιον τρόπο της ιστορικής «Μικρής Αρτινιάς» που γνώρισε µεγάλη επιτυχία κατά την περίοδο της κατοχής. Υπεύθυνος και για τις δύο ο Γρηγόρης Βαφιάς που 46 χρόνια µετά από την πρώτη του δηµιουργία, στο Μ βρήκε πρόσφορο έδαφος για να πραγµατοποιήσει τη δεύτερη.
Συγκλόνισε το κοινό µε τη θεµατολογία του και µε τις ερµηνείες των ηθοποιών το έργο «Η αυλή των θαυµάτων» του Ιάκωβου Καµπανέλλη. Ακόµα αναρωτιόµαστε αν ήταν οι ηθοποιοί που ανέδειξαν τους ρόλους ή αν ήταν οι ρόλοι που διέπλασαν τους ανθρώπους που τους υποδύθηκαν.
Σαν υπέρπαραγωγή και άρτια παράσταση θυµόµαστε την «Φιλουµένα Μαρτουράνο» του Ιταλού Εντουάρντο Ντε Φίλιππο. Ήταν η στιγµή που ο ερασιτεχνισµός ξεπεράστηκε και το θέατρο στην πόλη της Άρτας πέρασε σε άλλο επίπεδο.
Επίσης χάρη στον Μ µάθαµε άγνωστα έργα όπως «Η απαγωγή της Σµαράγδως» του Μιχάλη Κουνελάκη και «ο Σέντζας» του Παντελή Χορν.
Κανείς όµως δεν πρέπει να ξεχάσει το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ που το σηµάδευσε η άνευ προηγουµένου ερµηνεία του Γιάννη Οικονόµου, που δυστυχώς ήταν και η τελευταία της ζωής του. Και τι ειρωνεία, ο µεγάλος ηθοποιός µε όλα τα εκφραστικά του µέσα, µας έδωσε επί σκηνής έναν πολύ κωµικό θάνατο, έτσι όπως το απαιτούσε το έργο του Άγγλου δραµατουργού.
“Θέα από τη γέφυρα”
Aπό το σηµείο αυτό ο σύλλογος εγκαινιάζει την καινούργια του θεατρική αίθουσα. Το ιστορικό κτήριο της οδού Πριοβόλου ανακαινίζεται και ο επάνω όροφος µετατρέπεται σε κοµψό θέατρο. Τα επόµενα έργα αναλαµβάνουν να τα σκηνοθετήσουν, πρώτα ο Δηµήτρης Παπαρούνης και στη συνέχεια η Ζωή Μπαρτζώκα. Παιδιά της Άρτας και του θεατρικού του Μ, αφού µαθήτευσαν στους µεγάλους σκηνοθέτες τόσα χρόνια, ανέπτυξαν το προσωπικό τους ύφος και έδωσαν διέξοδο στις δικές τους καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Η τελευταία παράσταση που είδαµε ήταν το έργο του Άρθουρ Μίλερ «Θέα από τη γέφυρα». Ανέβηκε το Φεβρουάριο του 2016. Η Ζωή Μπαρτζώκα µε πείσµα καταπιάστηκε µε ένα πραγµατικά δύσκολο εγχείρηµα. Το στήσιµο των σκηνών ήταν τέλειο. Η σκηνοθέτις επικεντρώθηκε σ’ αυτές τις λεπτοµέρειες που εν πρώτοις µοιάζουν ασήµαντες, χωρίς όµως να το συνειδητοποιήσει κανείς, κάνουν τη διαφορά σε µια παράσταση. Ειδικά έδωσε σηµασία και υπόσταση στα βλέµµατα. Έτσι ο κόσµος εισέπραξε κάτι γεµάτο, ζωντανό και ολοκληρωµένο. Κατάλαβε την υπόθεση και τα υποβόσκοντα πάθη των ηρώων. Σοκαρίστηκε µε τα δύο εκβιαστικά φιλιά, περισσότερο µε το δεύτερο που ήταν µεταξύ αντρών.
Ο µελαχρινός νέος Γιάννης Ζαφείρης, αταίριαστος αρχικά µε το ρόλο του λεπτεπίλεπτου Ιταλού, µεταλλάχθηκε εξωτερικά και µε την εσωτερική του ενέργεια κατάφερε να µας πείσει. Δυνατός ο Κώστας Γρούµπας κράτησε τις εντάσεις του καθ’ όλη τη διάρκεια των σκηνών του. Η ρυθµική εκφορά του λόγου ταίριαξε στο ρόλο του αφηγητή που κράτησε ο Νίκος Κασελούρης. Ο Θωµάς Πανέλης ως έτερος Ιταλός αδελφός µε πιο µεσογειακή κατατοµή έδωσε τον µπρουτάλ χαρακτήρα του ήρωα. Ώριµη η Αφροδίτη Κατσαούνου παίζει µε εσωτερικότητα και ρίχνει τα πιο έντονα και γεµάτα νόηµα βλέµµατα. Άξια, τολµηρή και µε ικανοποιητική κινησιολογία η Κατερίνα Μάγκου. Εξαίρετο τύπο δηµιουργεί ο Κώστας Κίτσος. Εναρµονισµένο µε το σύνολο το πέρασµα του Δηµήτρη Ντιβέρη και Γεράσιµου Ντονάδου. Λειτουργικό και εικαστικό το σκηνικό του Νίκου Γόγαλη.
Στην ιστορική µας αναδροµή διαπιστώνει κανείς ότι ξεκινήσαµε από έργο του Άρθουρ Μίλλερ και καταλήξαµε σε έργο του ίδιου συγγραφέα. Σαν να κλείνει ένας κύκλος. Όµως το θεατρικό του Μ δε σταµατάει εδώ...
του ΣΩΤΗΡΗ ΣΑΡΛΗ