Παρασκευή βράδυ της 24ης Μαρτίου 1944, η ώρα περίπου 8. Οι περισσότεροι Εβραίοι της Άρτας προετοιμάζονταν για την αργία του Σαββάτου και διάβαζαν οικογενειακώς αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης. Ξαφνικά, οι πόρτες άρχισαν να χτυπούν δυνατά, κάποιες έσπαγαν και οι Γερμανοί στρατιώτες διέταζαν: «Πάρτε λίγα αναγκαία πράγματα και σε 20 λεπτά να είστε όλοι στον κινηματογράφο της πλατείας Κιλκίς. Τα υπόλοιπα πράγματά σας θα σας τα φέρουμε στη νέα εγκατάστασή σας». Χρόνος ούτε για δάκρυ υπήρξε, ούτε για φωνή. Οι φωνές των Αρτινών Εβραίων πνίγονταν ήδη από τα γιατί και τη θέα του δακτύλου στη σκανδάλη…
Η παρουσία Εβραίων στην Άρτα, αναφέρεται ήδη σε πηγές τον 12ο μ.Χ. αιώνα, πριν την εποχή του Δεσποτάτου, ωστόσο η εγκατάστασή τους θα πρέπει να ήταν ακόμη προγενέστερη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η Άρτα αποτελεί μία από τις αρχαιότερες εστίες του ρωμανιώτικου εβραϊσμού στον ελλαδικό χώρο. Η ακμή της Κοινότητας καταδεικνύεται από την λειτουργία δύο συναγωγών, ενός νεκροταφείου και ενός σχολείου μέχρι και τον σχεδόν ολοσχερή αφανισμό του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης, στις 24 Μαρτίου 1944. Το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο μάλιστα της παραχώρησης του οικοπέδου του εβραϊκού νεκροταφείου (τα λεγόμενα «οβριομνήματα»), από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του, Θεοδώρα Πετραλείφα, τη μετέπειτα Αγία και Πολιούχο Άρτης, σωζόταν στα αρχεία της Κοινότητος μέχρι την καταστροφή τους από τους Ναζί.
Παρ’ ότι πληθυσμιακά αποτελούσαν περίπου το 5% του πληθυσμού της πόλης, λόγω του ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους δραστηριοποιούντο στο εμπόριο, η κοινωνική τους παρουσία ήταν πολύ πιο ισχυρή από την πληθυσμιακή της αποτύπωση. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρωτοπορίας στο χώρο του εμπορίου η ίδρυση εν έτει 1911 από αρτινούς εβραίους της «Ιωχανάς - Γκανής - Χατζής & Σία» Ανωνύμου Εμπορικής Εταιρείας, η οποία κατά τη λειτουργία της σχεδόν μονοπώλησε την τοπική αγορά υφασμάτων. Η Ισραηλιτική Κοινότητα Άρτης είχε παρουσία στις εθνικές εορτές και σε παντός είδους εορτασμό ακόμη και πριν την επίσημη αναγνώρισή της (π.χ. στην υποδοχή του Βασιλέως Γεωργίου Α’ όταν επισκέφθηκε την απελευθερωμένη Άρτα), πράγμα που πρόδιδε τον ρόλο που διαδραμάτιζαν τα μέλη της στη ζωή της πόλης, παρόλο που ως Κοινότητα αναγνωρίσθηκε από την Πολιτεία μόλις την δεκαετία του ’20. Τα δε μέλη της Εβραϊκής Κοινότητος πολλές φορές προέβησαν σε αγαθοεργίες (π.χ. προς τα «Ελέη» Άρτης), με αποκορύφωμα την δωρεά του οικοπέδου της Συναγωγής «Γκρέκα», μπροστά από το Κάστρο, στον ιστορικό Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο «Ο Σκουφάς». Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι οι Αρτινοί Εβραίοι ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Άρτας, καθώς πολλές από τις οικογένειές τους κατοικούσαν στην πόλη αδιαλείπτως και επί σειρά αιώνων. Η γλώσσα τους ήταν η ελληνική, ενώ διδάσκονταν εβραϊκά στο σχολείο τους επί της οδού Φιλελλήνων και η προσευχή τους γινόταν σύμφωνα με την ρωμανιώτικη παράδοση.
Η συμβίωση με τους χριστιανούς συμπολίτες τους ήταν σε ως επί το πλείστον ομαλή. Φυσικά, πάντοτε υπήρχαν εκείνοι οι χριστιανοί που, υποκινούμενοι από προκαταλήψεις τις οποίες ενίσχυε η αμάθεια, αποδεικνύονταν καχύποπτοι απέναντι στους εβραίους συμπολίτες τους. Αντίστοιχα, η εβραϊκή κοινότητα αυτοπεριοριζόταν, ίσως υπό τον φόβο των μικτών γάμων και της συνεπακόλουθης πληθυσμιακής συρρίκνωσής της, παρά ταύτα πολλές παρέες μεταξύ χριστιανών και Εβραίων της πόλης μας άφησαν εποχή, ενώ κάποιοι υπήρξαν και συνέταιροι.
Στις 24 Μαρτίου του 1944, η ναζιστική μπότα πάτησε τα «Οβραίικα» στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια άδειασαν δήθεν προσωρινά, και οι αρτινοί εβραίοι συγκεντρώθηκαν από τις κατοχικές αρχές στον κινηματογράφο «Ορφεύς» της πλατείας Κιλκίς, προκειμένου να οδηγηθούν «στη νέα τους εγκατάσταση», η οποία δεν ήταν άλλη από το Άουσβιτς. Σύσσωμη η τοπική κοινωνία στα χρονικά της εποχής και στις μαρτυρίες των χριστιανών κατοίκων αναφέρεται συγκλονισμένη. Όμως, ήταν πλέον αργά.
Όταν οι Γερμανοί φρουροί επέτρεπαν σε κάποιον χριστιανό να πλησιάσει ακούγονταν από τον χώρο, όπου βρίσκονταν στοιβαγμένοι, ερωτήσεις αγωνίας: «Ξέρετε πού θα μας πάνε;». Εκεί, στην πλατεία, πολλοί χριστιανοί έδειξαν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους έναντι των Εβραίων συμπολιτών μας και συμπαραστάθηκαν στο δράμα τους, δίνοντάς τους κουράγιο. Βρέθηκαν εκεί προκειμένου να χαιρετήσουν τους φίλους, γείτονες και συνεργάτες τους ψελλίζοντας: «Μην ανησυχείτε, θα ξανάρθετε!». Είτε το πίστευαν είτε όχι, η ιστορία δυστυχώς γράφτηκε στα κρεματόρια της φρίκης και για τους Αρτινούς Εβραίους, όπως ακριβώς γνωρίζουμε. Αργότερα μάθαμε πως στο στρατόπεδο του θανάτου, πολλοί καταρρακωμένοι Αρτινοί Εβραίοι μαζί με άλλους, στασίασαν ηρωικά. Ελάχιστοι γύρισαν ζωντανοί, σαν από θαύμα. Η Κοινότητα απώλεσε το 84% του πληθυσμού της και η πόλη μας άλλαξε για πάντα, χάνοντας ένα πολύ δυναμικό κομμάτι των γηγενών κατοίκων της και του από αιώνων πολιτισμού της.
Η Κατοχή στο σύνολό της αλλά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε, ο οποίος στην Ήπειρο υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός, έδωσαν φοβερό χτύπημα στην πόλη της Άρτας, τόσο σε υποδομές όσο και σε έμψυχο δυναμικό. Πέραν αυτών, λόγω και της αιματοχυσίας και της γενικότερης ανθρωπιστικής καταστροφής που είχαν ήδη πληγώσει και αποδιοργανώσει την πόλη, πολλές οικογένειες Αρτινών αστών μετανάστευσαν στην Αθήνα ή το εξωτερικό. Έτσι, η απώλεια του εβραϊκού πληθυσμού της Άρτας ήταν από τα γεγονότα που επισφράγισαν την παρακμή στην περίοδο που ακολούθησε. Από τους 400 περίπου Εβραίους που ζούσαν στην Άρτα τις παραμονές του Ολοκαυτώματος, μόλις 66 επέστρεψαν το 1945 είτε ως διασωθέντες του Άουσβιτς είτε από τα μέρη στα οποία είχαν βρει καταφύγιο. Ελλείψει πόρων ανασύστασης της Κοινότητας και της μετανάστευσης κυρίως προς το Ισραήλ και την Αθήνα, είχαν απομείνει 20 το 1954, ενώ το 1961 έφυγαν και οι δύο τελευταίοι: ο Ισαάκ Μιζάν και ο Αβραμίνος Ιερεμίας. Οι δεκαετίες που είχαν προηγηθεί, με τον πλούτο από το εμπόριο των πορτοκαλιών και άλλων προϊόντων ή πρώτων υλών να αντικατοπτρίζεται και στην πνευματική ζωή των κατοίκων της, είχαν περάσει πλέον ανεπιστρεπτί για την αλλοτινή πρωτεύουσα του Δεσποτάτου.
Σήμερα, εμείς οι Αρτινοί του τώρα θυμόμαστε άραγε αυτούς τους ανθρώπους, τους πιο Αρτινούς και από εμάς; Αυτούς που υπήρξαν φίλοι, γείτονες, συνεργάτες, ευεργέτες, εκλεγμένοι στην τοπική αυτοδιοίκηση κι επιστήμονες σε καιρούς σύγχρονους των άμεσων προγόνων μας, αλλά και ιστορικά τόσο πρόσφατους σε εμάς, αλλά και τόσο μακρινούς! Τώρα πια, σκόρπιες μνήμες μόνο. Από τη ζωή των Εβραίων έχουν απομείνει λίγα μόνο σπίτια, ένας τοίχος από τη Συναγωγή «Πουλιέζα» της σημερινής οδού Μακρυγιάννη (τότε Κουμουνδούρου). Η Συναγωγή «Γκρέκα» γκρεμίστηκε και διαμορφώθηκε η πλατεία μπροστά από το Κάστρο. Το εβραϊκό σχολείο και το νεκροταφείο, επίσης, δεν υπάρχουν πια. Μόνο ένα μνημείο στέκει στην πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, να αναμοχλεύει μνήμες και να σιγοψιθυρίζει τον καημό του αφανισμού.
Εκείνοι, όμως, πάντα θυμούνται την Άρτα. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο πρώην πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητος Άρτης, αείμνηστος Ραφαήλ Γκιούλης, λίγο πριν φύγει από την πόλη μας: «Εἰς τάς νέας μας ἑστίας πάντοτε θά ἐνθυμούμεθα τήν Ἂρταν καί θά θεωρῶμεν αὐτήν ὡς ἰδιαιτέραν μας πατρίδα», ενώ η Ζανέτ Μπαττίνου σχολιάζοντας την αποστροφή αυτή του Γκιούλη αναφέρει: «Φαίνεται πως το τρυφερό άρωμα των ανθών της πορτοκαλιάς την άνοιξη, είναι πιο ισχυρό από τους περιορισμούς που θέτει ο χώρος και ο χρόνος.».
Παρασκευή βράδυ της 24ης Μαρτίου 1944, η ώρα περίπου 8. Οι περισσότεροι Εβραίοι της Άρτας προετοιμάζονταν για την αργία του Σαββάτου και διάβαζαν οικογενειακώς αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης. Ξαφνικά, οι πόρτες άρχισαν να χτυπούν δυνατά, κάποιες έσπαγαν και οι Γερμανοί στρατιώτες διέταζαν: «Πάρτε λίγα αναγκαία πράγματα και σε 20 λεπτά να είστε όλοι στον κινηματογράφο της πλατείας Κιλκίς. Τα υπόλοιπα πράγματά σας θα σας τα φέρουμε στη νέα εγκατάστασή σας». Χρόνος ούτε για δάκρυ υπήρξε, ούτε για φωνή. Οι φωνές των Αρτινών Εβραίων πνίγονταν ήδη από τα γιατί και τη θέα του δακτύλου στη σκανδάλη…
Η παρουσία Εβραίων στην Άρτα, αναφέρεται ήδη σε πηγές τον 12ο μ.Χ. αιώνα, πριν την εποχή του Δεσποτάτου, ωστόσο η εγκατάστασή τους θα πρέπει να ήταν ακόμη προγενέστερη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η Άρτα αποτελεί μία από τις αρχαιότερες εστίες του ρωμανιώτικου εβραϊσμού στον ελλαδικό χώρο. Η ακμή της Κοινότητας καταδεικνύεται από την λειτουργία δύο συναγωγών, ενός νεκροταφείου και ενός σχολείου μέχρι και τον σχεδόν ολοσχερή αφανισμό του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης, στις 24 Μαρτίου 1944. Το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο μάλιστα της παραχώρησης του οικοπέδου του εβραϊκού νεκροταφείου (τα λεγόμενα «οβριομνήματα»), από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του, Θεοδώρα Πετραλείφα, τη μετέπειτα Αγία και Πολιούχο Άρτης, σωζόταν στα αρχεία της Κοινότητος μέχρι την καταστροφή τους από τους Ναζί.
Παρ’ ότι πληθυσμιακά αποτελούσαν περίπου το 5% του πληθυσμού της πόλης, λόγω του ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους δραστηριοποιούντο στο εμπόριο, η κοινωνική τους παρουσία ήταν πολύ πιο ισχυρή από την πληθυσμιακή της αποτύπωση. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρωτοπορίας στο χώρο του εμπορίου η ίδρυση εν έτει 1911 από αρτινούς εβραίους της «Ιωχανάς - Γκανής - Χατζής & Σία» Ανωνύμου Εμπορικής Εταιρείας, η οποία κατά τη λειτουργία της σχεδόν μονοπώλησε την τοπική αγορά υφασμάτων. Η Ισραηλιτική Κοινότητα Άρτης είχε παρουσία στις εθνικές εορτές και σε παντός είδους εορτασμό ακόμη και πριν την επίσημη αναγνώρισή της (π.χ. στην υποδοχή του Βασιλέως Γεωργίου Α’ όταν επισκέφθηκε την απελευθερωμένη Άρτα), πράγμα που πρόδιδε τον ρόλο που διαδραμάτιζαν τα μέλη της στη ζωή της πόλης, παρόλο που ως Κοινότητα αναγνωρίσθηκε από την Πολιτεία μόλις την δεκαετία του ’20. Τα δε μέλη της Εβραϊκής Κοινότητος πολλές φορές προέβησαν σε αγαθοεργίες (π.χ. προς τα «Ελέη» Άρτης), με αποκορύφωμα την δωρεά του οικοπέδου της Συναγωγής «Γκρέκα», μπροστά από το Κάστρο, στον ιστορικό Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο «Ο Σκουφάς». Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι οι Αρτινοί Εβραίοι ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Άρτας, καθώς πολλές από τις οικογένειές τους κατοικούσαν στην πόλη αδιαλείπτως και επί σειρά αιώνων. Η γλώσσα τους ήταν η ελληνική, ενώ διδάσκονταν εβραϊκά στο σχολείο τους επί της οδού Φιλελλήνων και η προσευχή τους γινόταν σύμφωνα με την ρωμανιώτικη παράδοση.
Η συμβίωση με τους χριστιανούς συμπολίτες τους ήταν σε ως επί το πλείστον ομαλή. Φυσικά, πάντοτε υπήρχαν εκείνοι οι χριστιανοί που, υποκινούμενοι από προκαταλήψεις τις οποίες ενίσχυε η αμάθεια, αποδεικνύονταν καχύποπτοι απέναντι στους εβραίους συμπολίτες τους. Αντίστοιχα, η εβραϊκή κοινότητα αυτοπεριοριζόταν, ίσως υπό τον φόβο των μικτών γάμων και της συνεπακόλουθης πληθυσμιακής συρρίκνωσής της, παρά ταύτα πολλές παρέες μεταξύ χριστιανών και Εβραίων της πόλης μας άφησαν εποχή, ενώ κάποιοι υπήρξαν και συνέταιροι.
Στις 24 Μαρτίου του 1944, η ναζιστική μπότα πάτησε τα «Οβραίικα» στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια άδειασαν δήθεν προσωρινά, και οι αρτινοί εβραίοι συγκεντρώθηκαν από τις κατοχικές αρχές στον κινηματογράφο «Ορφεύς» της πλατείας Κιλκίς, προκειμένου να οδηγηθούν «στη νέα τους εγκατάσταση», η οποία δεν ήταν άλλη από το Άουσβιτς. Σύσσωμη η τοπική κοινωνία στα χρονικά της εποχής και στις μαρτυρίες των χριστιανών κατοίκων αναφέρεται συγκλονισμένη. Όμως, ήταν πλέον αργά.
Όταν οι Γερμανοί φρουροί επέτρεπαν σε κάποιον χριστιανό να πλησιάσει ακούγονταν από τον χώρο, όπου βρίσκονταν στοιβαγμένοι, ερωτήσεις αγωνίας: «Ξέρετε πού θα μας πάνε;». Εκεί, στην πλατεία, πολλοί χριστιανοί έδειξαν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους έναντι των Εβραίων συμπολιτών μας και συμπαραστάθηκαν στο δράμα τους, δίνοντάς τους κουράγιο. Βρέθηκαν εκεί προκειμένου να χαιρετήσουν τους φίλους, γείτονες και συνεργάτες τους ψελλίζοντας: «Μην ανησυχείτε, θα ξανάρθετε!». Είτε το πίστευαν είτε όχι, η ιστορία δυστυχώς γράφτηκε στα κρεματόρια της φρίκης και για τους Αρτινούς Εβραίους, όπως ακριβώς γνωρίζουμε. Αργότερα μάθαμε πως στο στρατόπεδο του θανάτου, πολλοί καταρρακωμένοι Αρτινοί Εβραίοι μαζί με άλλους, στασίασαν ηρωικά. Ελάχιστοι γύρισαν ζωντανοί, σαν από θαύμα. Η Κοινότητα απώλεσε το 84% του πληθυσμού της και η πόλη μας άλλαξε για πάντα, χάνοντας ένα πολύ δυναμικό κομμάτι των γηγενών κατοίκων της και του από αιώνων πολιτισμού της.
Η Κατοχή στο σύνολό της αλλά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε, ο οποίος στην Ήπειρο υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός, έδωσαν φοβερό χτύπημα στην πόλη της Άρτας, τόσο σε υποδομές όσο και σε έμψυχο δυναμικό. Πέραν αυτών, λόγω και της αιματοχυσίας και της γενικότερης ανθρωπιστικής καταστροφής που είχαν ήδη πληγώσει και αποδιοργανώσει την πόλη, πολλές οικογένειες Αρτινών αστών μετανάστευσαν στην Αθήνα ή το εξωτερικό. Έτσι, η απώλεια του εβραϊκού πληθυσμού της Άρτας ήταν από τα γεγονότα που επισφράγισαν την παρακμή στην περίοδο που ακολούθησε. Από τους 400 περίπου Εβραίους που ζούσαν στην Άρτα τις παραμονές του Ολοκαυτώματος, μόλις 66 επέστρεψαν το 1945 είτε ως διασωθέντες του Άουσβιτς είτε από τα μέρη στα οποία είχαν βρει καταφύγιο. Ελλείψει πόρων ανασύστασης της Κοινότητας και της μετανάστευσης κυρίως προς το Ισραήλ και την Αθήνα, είχαν απομείνει 20 το 1954, ενώ το 1961 έφυγαν και οι δύο τελευταίοι: ο Ισαάκ Μιζάν και ο Αβραμίνος Ιερεμίας. Οι δεκαετίες που είχαν προηγηθεί, με τον πλούτο από το εμπόριο των πορτοκαλιών και άλλων προϊόντων ή πρώτων υλών να αντικατοπτρίζεται και στην πνευματική ζωή των κατοίκων της, είχαν περάσει πλέον ανεπιστρεπτί για την αλλοτινή πρωτεύουσα του Δεσποτάτου.
Σήμερα, εμείς οι Αρτινοί του τώρα θυμόμαστε άραγε αυτούς τους ανθρώπους, τους πιο Αρτινούς και από εμάς; Αυτούς που υπήρξαν φίλοι, γείτονες, συνεργάτες, ευεργέτες, εκλεγμένοι στην τοπική αυτοδιοίκηση κι επιστήμονες σε καιρούς σύγχρονους των άμεσων προγόνων μας, αλλά και ιστορικά τόσο πρόσφατους σε εμάς, αλλά και τόσο μακρινούς! Τώρα πια, σκόρπιες μνήμες μόνο. Από τη ζωή των Εβραίων έχουν απομείνει λίγα μόνο σπίτια, ένας τοίχος από τη Συναγωγή «Πουλιέζα» της σημερινής οδού Μακρυγιάννη (τότε Κουμουνδούρου). Η Συναγωγή «Γκρέκα» γκρεμίστηκε και διαμορφώθηκε η πλατεία μπροστά από το Κάστρο. Το εβραϊκό σχολείο και το νεκροταφείο, επίσης, δεν υπάρχουν πια. Μόνο ένα μνημείο στέκει στην πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, να αναμοχλεύει μνήμες και να σιγοψιθυρίζει τον καημό του αφανισμού.
Εκείνοι, όμως, πάντα θυμούνται την Άρτα. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο πρώην πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητος Άρτης, αείμνηστος Ραφαήλ Γκιούλης, λίγο πριν φύγει από την πόλη μας: «Εἰς τάς νέας μας ἑστίας πάντοτε θά ἐνθυμούμεθα τήν Ἂρταν καί θά θεωρῶμεν αὐτήν ὡς ἰδιαιτέραν μας πατρίδα», ενώ η Ζανέτ Μπαττίνου σχολιάζοντας την αποστροφή αυτή του Γκιούλη αναφέρει: «Φαίνεται πως το τρυφερό άρωμα των ανθών της πορτοκαλιάς την άνοιξη, είναι πιο ισχυρό από τους περιορισμούς που θέτει ο χώρος και ο χρόνος.».
του Χάρη Βαδιβούλη