Το τοπωνύμιο Μενίδι- Μενίδιον απαντάται σε εμπορικούς ενετικούς χάρτες, στα τέλη του 17ου αιώνα, σαν λιμάνι ή ακτή. Λέγεται ότι το όνομα προήλθε από τα ψάρια που αφθονούσαν παλαιότερα στην περιοχή, τις «μενίδες». Κατ’ άλλους το τοπωνύμιο αφορούσε το όνομα πλούσιας ηπειρώτικης οικογένειας. Το Μενίδι έχει μια σύντομη ιστορία, μόνο 70 ετών, αφού κατοικήθηκε ευρύτερα μετά το 1968.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει να θεωρείται ως επίνειο της Άρτας και δευτερεύον λιμάνι μετά την Κόπραινα. Είχε ταχυδρομείο και τελωνείο.
Κάνοντας αυτό το ρεπορτάζ θέλησα μέσα από τις μνήμες και τις φωτογραφίες εκείνης της εποχής να δημιουργήσω την εικόνα του Μενιδίου του χθες και τη συνέχειά του μέχρι σήμερα. Κατέγραψα έτσι τις μνήμες δύο επισκεπτών του Μενιδίου, από δύο διαφορετικές εποχές. Η πρώτη του Θεόφιλου Σερβετά, που πρωτοπήγε στο Μενίδι 12 χρονών, το 1938 και η δεύτερη του Σωτήρη Σαρλή το 1966.
Το Μενίδι του παλιού καιρού
Ο Θεόφιλος Σερβετάς θυμάται από τα παλιά:
«Καθώς ερχόμαστε από την Άρτα, φθάνουμε σε μια μεγάλη στροφή, απ’ όπου βλέπουμε τη θάλασσα. Στο τέλος της στροφής από έναν χαλικόδρομο 200 μέτρων, φθάνουμε στην παραλία. Συναντούμε στο δρόμο 5-6 φτωχικά κτίσματα, προφανώς κατοικίες ψαράδων και πάνω στην ακτή ένα καφενείο-εστιατόριο. Μία ταμπέλα μας πληροφορεί ποιος είναι ο ιδιοκτήτης. Σκυλοδήμος. Εκεί είναι το κέντρο του Μενιδίου. Προς τα αριστερά η θάλασσα ήταν αμουδερή, αλλά με το πρώτο κύμα μεταβαλλόταν σε βούρκο. Ο δρόμος που σήμερα ενώνει τον κεντρικό με την παραλία δεν υπήρχε. Παρά την ανύπαρκτη υποδομή, το Μενίδι ήταν πόλος έλξης για τους αστούς της Άρτας, για κείνους που είχαν τη δυνατότητα να μισθώσουν ένα «αγοραίον», ενώ οι οικονομικά αδύναμοι χρησιμοποιούσαν άλογα ή γαϊδουράκια. Για τους Αρτινούς νοικοκυραίους το να συχνάζεις στο Μενίδι ήταν και ζήτημα κοινωνικής καταξίωσης. Ήρθε ο πόλεμος, η Κατοχή, το Μενίδι ερήμωσε. Η κίνηση ξαναζωντάνεψε το καλοκαίρι του ’45. Άνθρωποι με όλα τα πρόσφορα μέσα, με φορτηγά –όσα είχαν σωθεί από την Κατοχή- καθώς και με οποιοδήποτε άλλο μέσο, έφθαναν στο Μενίδι για ένα μπάνιο, για να ανασάνουν από τις στερήσεις τόσων χρόνων. Ήταν εκεί κοντά και μία βάση Βρετανών και τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, που πήγαιναν στην Άρτα, όταν συναντούσαν οδοιπόρους, τους έπαιρναν κι αυτοί ευγνωμονούσαν την καλή τους τύχη. Μεσολάβησε ο εμφύλιος, το Μενίδι γειτόνευε με το Μακρυνόρος, πέρασμα στο οποίο συχνά οι αντάρτες έστηναν ενέδρες, πού κουράγιο για εκδρομές; Το καλοκαίρι του ‘49 ξανάρχισε κάποια υποτονική κίνηση. Το ’50 χτίστηκε το δημοτικό σχολείο, ένα κτίριο σημαντικό για το δεδομένα της εποχής. Από τότε η εξέλιξη του Μενιδίου ήταν ραγδαία, κτίστηκαν σπίτια, προσφέρονταν ενοικιαζόμενα δωμάτια, άνοιξαν καφενεία, ταβέρνες, κέντρα αναψυχής με κάποιες αξιώσεις και το Μενίδι μεταβαλλόταν σταδιακά σε σημαντικό τουριστικό θέρετρο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, το ΚΤΕΛ Άρτας καθιέρωσε τακτικά δρομολόγια προς το Μενίδι κι έτσι όλοι οι Αρτινοί είχαν πια πρόσβαση σ’ αυτό, ενώ παράλληλα μεγάλωνε ο αριθμός των ιδιωτικών αυτοκινήτων. Αυτή η ραγδαία εξέλιξη του Μενιδίου οφείλεται στην πλεονεκτική του θέση πάνω στον κεντρικό οδικό άξονα που συνδέει την Αιτωλοακαρνανία με την Ήπειρο, ενώ το κλίμα του είναι ιδανικό μιας και συνδυάζει βουνό και θάλασσα.»
Παρακάτω διαβάστε αποσπάσματα απ΄ το πώς περιγράφουν οι κάτοικοι του Μενιδίου μία επίσκεψη του βασιλιά Παύλου το 1959.
Οι λιγοστοί κάτοικοι είχαν μαζευτεί στην παραλία. Η παράταξη ήταν σε ευθεία γραμμή. Ο πρόεδρος, ο γραμματέας, ο χωροφύλακας, ο δάσκαλος, γέροι, νέοι, παιδιά, γυναίκες όλοι ντυμένοι με τα γιορτινά. Μια μαθήτρια κρατούσε μία ανθοδέσμη. Όλοι περίμεναν ώρα κι έκαναν πρόβες για να πετύχουν το έργο τους. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Γεράσιμου: «έρχεται ο βασιλιάς!» Τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς το μέρος που ερχόταν το μικρό σκάφος. Κάποιοι είπαν πως το πλοίο που τον μετέφερε βρισκόταν στην Κόπραινα. Η ακολουθία του βασιλιά πλησίασε στον μώλο της παραλίας. Έδεσαν το σκάφος και περπάτησαν πάνω στην ξύλινη εξέδρα που υπήρχε απέναντι από το τελωνείο. Μπροστά το βασιλικό ζεύγος, πίσω ο αυλάρχης και 5 συνοδοί από την φρουρά. Γρήγορα αντήχησαν ιαχές «Ζήτω ο βασιλιάς!» και ακολούθησαν χειροκροτήματα.
Το ημερολόγιο του Σωτήρη
Ο Σωτήρης Σαρλής, συνεργάτης της εφημερίδας , θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, συνεργάτης της ΑΡΤΑ VOICE θυμάται από τα παιδικά του χρόνια.
«Στις αρχές Ιουλίου κάθε χρόνο κουβαλιόμασταν – όπως συνηθίζαμε να λέμε- στο Μενίδι για παραθερισμό. Σε ένα μεγάλο φορτηγό φορτώναμε ντιβάνια, ράντζα, το ψυγείο του πάγου, το λουξ, το πετρογκάζ, μία βρύση κρεμαστή, πτυσσόμενα τραπεζάκια, πολυθρόνες και μια κλούβα (σ’ αυτή βάζαμε το μαγειρεμένο φαγητό, τα τοιχώματά της ήταν από σήτα). Έτσι το προστάτευε από τα έντομα και επιβράδυνε τις αλλοιώσεις. Το Μενίδι τότε δεν είχε ηλεκτροδότηση, δεν είχε ύδρευση και για να τηλεφωνήσεις, περίμενες στην ουρά στο μοναδικό τηλεφωνικό κέντρο. Νοικιάζαμε ένα από τα πανομοιότυπα σπίτια που είχαν χτίσει εκεί. Είχε ένα μεγάλο κι ένα μικρό δωμάτιο, αποθήκη και πατάρι στο μέσο, τσαρδάκι με κληματαριά και φτέρη στην μπροστινή αυλή, αποχωρητήριο πίσω και μακριά, ώστε να μην μας ενοχλούν οι μυρωδιές. Υπήρχε ένας μικρός μώλος, όπου έρχονταν πλοία και ξεφόρτωναν εμπορεύματα. Εκείνο το καλοκαίρι άρχισαν τα έργα για το καινούργιο λιμάνι. Κάποια πρωινά βγαίναμε για να χαζέψουμε τους τεράστιους εκσκαφείς που έβγαζαν από το βυθό της θάλασσας χώμα και πέτρες. Ο τελώνης ήταν εξουσία στο Μενίδι, τόσο λόγω της θέσης του σ’ ένα παραθαλάσσιο με λιμάνι μέρος, όσο και λόγω του επιβλητικού παραστατικού του. Ήταν ευτραφής και πανύψηλος. Κυκλοφορούσε πάντα με καφέ στολή και πηλίκιο. Το γάλα ερχόταν με αυτοκίνητο το πρωί, σταματούσε σε μία διασταύρωση και περίμενε να έρθουν οι κυρίες με τα κατσαρολικά. Με γοήτευε ο τρόπος που ο γαλατάς μετάγγιζε το γάλα από ένα μεγάλο δοχείο σε ένα μικρότερο και από κει στο δοχείο μεζούρα του κιλού ή του μισόκιλου κι από κει στο αγγείο της κάθε πελάτισσας. Ο παγοπώλης ερχόταν το μεσημέρι. Κι αυτόν άξιζε να χαζεύεις έτσι που έπιανε τις κολώνες του πάγου με γάντια και τις έκοβε με ένα ειδικό τσεκουράκι, ενώ θρύψαλα κρυστάλλων σκορπίζοντας γύρω. Στα σπίτια μας δεν είχαμε νερό, υπήρχαν όμως βρύσες σε διάφορα σημεία με κάνουλες, σε μορφή λεοντοκεφαλής. Πίεζες ένα έμβολο και το νερό έτρεχε από το στόμα του λιονταριού κι έτσι γεμίζαμε κουβάδες, λεκάνες, κατσαρόλες.»
Φωτογραφίες
- Σελ 5 . «Μενίδι 1958, Αρχείο Μηλιώνη»
- Σελ 15, Κώστας Τσιλιγιάννης, 1950 Αρχείο Κ. Τσιλιγιάννη
- Σελ 25, Ο χωροφύλακας του χωριού με τον Χρήστο και τον Κώστα Θεοδώρου, έξω από το κέντρο του Σκυλοδήμου, 1947 , Αρχείο Χ.Θεοδώρου.
- Σελ 32, Μια ανθοδέσμη στους βασιλείς, 1959, Αρχείο Θ. Λιόγκα
- Σελ 33, Ξεφορτώνοντας το εμπόρευμα, 1953, Αρχείο Σ. Μαλικόπουλος
- Σελ 34-35, Αργότερα άρχισαν να έρχονται φέρι μποτ για την ζωοπανήγυρη της Άρτας. Αγόραζαν αγελάδια και μοσχάρια από τα χωριά της Άρτας και τα μετέφεραν στην Κεφαλονιά. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Πολλοί ξαπόσταιναν στο μαγαζί και έτρωγαν φασολάδα ή μακαρόνια με κιμά. Οι ψαράδες μας πουλούσαν έναν κουβά ψάρια 2 δραχμές. Τα ψάρια τα καθαρίζαμε και τα μαγειρεύαμε μαζί με την πεθερά μου. Κων/να (Κωνστάντω) Θεοδώρου. …ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ; … Το πρώτο μαγαζάκι του Μενιδίου, ιδιοκτήτης του ήταν ο Σπύρος Θεοδώρου που πρόσφερε από καφεδάκι μέχρι ψαρόσουπα και φασολάδα. Όταν το Μενίδι άλλαξε και το μαγαζί πέρασε στα χέρια του Γεράσιμου Θεοδώρου, το αξιοποίησε και έγινε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια του Μενιδίου. Αρχείο Σ. Μαλικόπουλος
- Σελ 49, Ο Σωτήρης Σαρλής με τη μητέρα του το 1966.
- Σε 64, Τελωνείο Μενιδίου 1959, Αρχείο Ε.Ιντζέμπελη
Του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη
Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης έγραψε το βιβλίο «Μενίδι, τα καλύτερά μας χρόνια», τον Ιούλιο του 2008