Το θέµα της διοργάνωσης της εµποροπανήγυρης στην πόλη µας διχάζει τα τελευταία χρόνια. Από τη µια πλευρά, η δηµοτική αρχή ισχυρίζεται πως αποτελεί µέρος της παράδοσης του τόπου και οι πολίτες το θέλουν, ενώ ταυτόχρονα φέρνει έσοδα στο Δήµο και άρα θα πρέπει να συνεχιστεί. Κι απ΄ την άλλη οι έµποροι δηλώνουν ότι πρόκειται για ένα µεσαιωνικό θεσµό και βλαπτικό για την τοπική επιχειρηµατικότητα, που θα πρέπει είτε να µετεξελιχθεί, είτε να πάψει να υφίσταται.
Η διοργάνωση της Γενικής Πανελλήνιας Έκθεσης Άρτας στον ίδιο χώρο, παράλληλα µε το παζάρι ξεκίνησε, µετά από πιέσεις του Επιµελητηρίου και του Εµπορικού Συλλόγου Άρτας, µε στόχο, θεωρητικά τουλάχιστον, να σηµατοδοτήσει την µετεξέλιξη του παζαριού σε σύγχρονη Έκθεση τοπικών προϊόντων και άρα τη σταδιακή κατάργησή του, δίνοντας µια άλλη προοπτική για την τοπική οικονοµία.
Ας δούµε όµως πώς ξεκίνησε ο θεσµός των εµποροπανηγύρεων, ποιος ήταν ο ρόλος τους και ποιες ανάγκες εξυπηρετούσαν.
Αλήθεια είναι πως οι εµποροπανηγύρεις στην Ελλάδα έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα -χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Στράβωνα για την πανήγυρη της Δήλου «η τε πανήγυρις εµπορικόν τι πράγµα έστι»-. Ιδιαίτερη άνθιση γνώρισαν στο Βυζάντιο, όπου αγκαλιάστηκαν από την εκκλησία και πραγµατοποιούνταν κυρίως µε αφορµή θρησκευτικές εορτές. Πέραν αυτών που ασκούσαν το επάγγελµα του εµπόρου, αφορούσε επίσης µικρούς παραγωγούς, βιοτέχνες, γαιοκτήµονες. Ο µεγάλος αριθµός εµποροπανηγύρεων τη Βυζαντινή εποχή µαρτυρά την συµβολή τους στην οικονοµική και κοινωνική ζωή. Οι εµποροπανηγύρεις συνεχίστηκαν και κατά την οθωµανική περίοδο, όπου υπάρχουν αναφορές και για το παζάρι της Άρτας.
Η λειτουργία τους εξυπηρετούσε τις ανάγκες της κοινωνίας, για προϊόντα και υπηρεσίες, κυρίως σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν οργανωµένες αγορές (επαρχία), αλλά και για τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών να διαθέσουν το πλεόνασµά τους . Για την εποχή τους αποτελούσαν και τρόπους ανάπτυξης του εµπορίου και διεύρυνσης της οικονοµίας. Ακόµα και τρόπο µεταφοράς ειδήσεων, προκαταλήψεων, ιδεών …
Σε όλες τις ιστορικές περιόδους διοργανώνονταν κυρίως κατά τους µήνες Σεπτέµβριο – Οκτώβριο, όταν υπήρχε η ανάγκη – ιδιαιτέρως για τους κατοίκους της επαρχίας- να προµηθευτούν τα απαραίτητα για το χειµώνα. Την άνοιξη συναντούµε κυρίως ζωοπανηγύρεις, καθώς εκείνη την εποχή έχουµε τις περισσότερες γεννήσεις ζώων.
Το “µπουχούστι” της Άρτας
Σύµφωνα µε άρθρο της αρχαιολόγου Αφέντρας Μουτζάλη, µε τίτλο «Εµποροπανηγύρεις – το εµπόριο της περιπλάνησης», στα χρόνια της οθωµανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, διεξάγονταν εµποροπανηγύρεις στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Μυστράς, Καλάβρυτα), στη Θεσσαλία (Λάρισα, Μοσχολούρι, Ελασσόνα, Φάρσαλα), την Ήπειρο (Ιωάννινα, Άρτα, Κόνιτσα, Παραµυθιά) κ.α.
Οι σπουδαιότερες εµποροπανηγύρεις της Ηπείρου ήταν των Ιωαννίνων, της Άρτας, της Κόνιτσας και της Παραµυθιάς. Οι εµποροπανηγύρεις αυτές, µε εξαίρεση, ίσως, των Ιωαννίνων, είχαν τοπικό χαρακτήρα. Κατά τον 18ο αιώνα οι Βενετοί έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την εµποροπανήγυρη της Άρτας. Βενετοί, Αρτινοί και Επτανήσιοι έµποροι συµµετείχαν στις εµποροπανηγύρεις των Ιωαννίνων, της Κόνιτσας και της Παραµυθιάς, ενώ ήταν γνωστή και η παρουσία τους στις φηµισµένες εµποροπανηγύρεις της Θεσσαλίας, όπως της Λάρισας, του Μοσχολουρίου και της Ελασσόνας. Τον 18ο αιώνα η Άρτα ήταν το κέντρο µιας εύφορης αγροτικής περιοχής, που παρήγε άφθονο σιτάρι, καπνό, κερί, µετάξι, βαµβάκι, δέρµατα, µαλλιά, ξυλεία, αυγοτάραχο από τον Αµβρακικό κ.ά.
Στην Άρτα γινόταν κάθε χρόνο µια αξιόλογη εµποροπανήγυρη, που ονοµαζόταν Μπουχούστι και διαρκούσε οκτώ µε δέκα ηµέρες. Άρχιζε την 1η Σεπτεµβρίου και τελείωνε στις 8 του ίδιου µήνα ή, όπως µας πληροφορεί ο λόγιος Μητροπολίτης Σεραφείµ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος, άρχιζε στις 14 Σεπτεµβρίου και έληγε στις 24 του ίδιου µήνα. Η εµποροπανήγυρη της Άρτας γινόταν στη συνοικία Μπουχούστι ή Μουχούστιον, στα νοτιοδυτικά της πόλης, µεταξύ του ναού της Παρηγορήτισσας και του πρώην κρατικού νοσοκοµείου. Κατά τη διάρκειά της γινόταν ζωεµπόριο αλλά και εµπόριο αγροτικών, κτηνοτροφικών, καθώς και προϊόντων εισαγωγής.
Καθώς περνούν τα χρόνια, συντελείται µια σταδιακή µετατόπιση του χώρου διεξαγωγής της εµποροπανήγυρης. Το ζωοπάζαρο παρέµεινε ως τη δεκαετία του 1960 στο «Μπουχούστι» ή κατά την τοπική διάλεκτο «Μχούστ», ενώ το εµπόριο των άλλων αγαθών µεταφέρθηκε έξω από το κάστρο, στα νοτιοανατολικά της πόλης, σ’ ένα πλάτωµα της οδού Άρτας-Ιωαννίνων.
Πόσο εξυπηρετεί
το παζάρι σήµερα;
Με το πέρας των χρόνων το ζωοεµπόριο σταµάτησε και το παζάρι της, όπως και στις άλλες πόλεις, αποτελούσε ευκαιρία για τους πλανόδιους εµπόρους να διαθέσουν τα εµπορεύµατά τους, αλλά και για τους κατοίκους των γύρω χωριών να διαθέσουν το πλεόνασµά τους σε αγροτικά προϊόντα.
Το ερώτηµα είναι, αν στις µέρες µας, όπου σε κάθε επαρχιακή πόλη και δη στην Άρτα, λειτουργούν εµπορικά καταστήµατα και τα αγροτικά µας προϊόντα ακολουθούν το δρόµο των εξαγωγών, υφίστανται οι ίδιες ανάγκες που εξυπηρετούσε η λειτουργία του παζαριού.
Μήπως η λειτουργία του παζαριού συνιστά αθέµιτο ανταγωνισµό και προκαλεί οικονοµική ζηµία στα εµπορικά καταστήµατα της περιοχής, που το Φθινόπωρο, µε την έναρξη της σχολικής χρονιάς περιµένουν να αυξήσουν το τζίρο τους; Καταστήµατα αθλητικών ειδών, βιβλιοπωλεία, καταστήµατα παιδικής ένδυσης και υπόδησης κ.ά., χάνουν ένα πολύ µεγάλο µέρος των εσόδων τους λόγω της λειτουργίας του παζαριού.
Μήπως τελικά, η οικονοµία της πόλης και οι κάτοικοί της έχουν ανάγκη από άλλες εκδηλώσεις;
Μήπως η πόλη έχει ανάγκη από άλλες δράσεις κι όχι παζάρια;
Μήπως εδώ και χρόνια (τουλάχιστον µια 20αετία) θα έπρεπε αντί του παζαριού να οργανώνονται κλαδικές εκθέσεις, φεστιβάλ ανάδειξης τοπικών προϊόντων και παραγωγών, πολιτιστικές εκδηλώσεις και δράσεις, που θα ανεβάζουν το επίπεδο της πόλης και των δηµοτών, αλλά και θα προσελκύουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών και των κατοίκων των γύρω περιοχών;
Απ΄ την άλλη, αφού δεν υπάρχουν πρακτικοί λόγοι διοργάνωσης του παζαριού, γιατί οι Αρτινοί δίνουν κάθε χρόνο δυναµικό παρόν; Οι µνήµες και οι θύµησες είναι τόσο ισχυρές, που τους οδηγούν στο παζάρι; Ή είναι η οικονοµική κρίση που τους στρέφει πάλι σ΄ αυτή την επιλογή, πιστεύοντας ότι θα βρουν οικονοµικότερες τιµές;
Θεωρούµε πως µέσα από την ουσιαστική συνεργασία Δήµου και επιχειρηµατικής κοινότητας θα βρεθεί η επιθυµητή λύση. Προϋποθέτει «ανοιχτά µυαλά», ιδέες, προτάσεις και έναν σχεδιασµό σε βάθος χρόνου. Μπροστά στο όφελος της τοπικής οικονοµίας και κοινωνίας αξίζει τον κόπο!
Του ΚΑΤΣΑΟΥΝΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ