Η αρχιτεκτονική του
Το βυζαντινό κάστρο της Άρτας βρίσκεται στη ΒΑ πλευρά της σύγχρονης πόλης, ιδρυμένο επάνω σε έναν χαμηλό λόφο. Πρόκειται για ένα μοναδικό μνημείο, στον περίβολο, στην ακρόπολη και στα οικοδομήματα του οποίου περικλείεται ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας της πόλεως από την κλασική αρχαιότητα έως και τους νεώτερους χρόνους. Μάλιστα, κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου φιλοξένησε την έδρα των ηγεμόνων του και προστάτευσε την πρωτεύουσά Άρτα.
Αρχικά, η θέση του ήταν φυσικά οχυρή, καθώς την ανατολική και βόρεια πλευρά του λόφου καθιστούσε απρόσιτες ο ποταμός Άραχθος. Σταδιακά όμως η κοίτη του, με τις επιχώσεις, απομακρύνθηκε. Έτσι, οι δύο πλευρές του λόφου απώλεσαν τον φυσικά οχυρό τους χαρακτήρα και πλαισιώθηκαν από την εθνική οδό Ιωαννίνων – Αθηνών.
Το βυζαντινό κάστρο ανοικοδομήθηκε στη βόρεια και ανατολική πλευρά του επάνω σε τμήματα της οχύρωσης της αρχαίας Αμβρακίας, εύκολα διακριτά έως σήμερα, κατασκευασμένα από ογκόλιθους. Συνολικά, ο περίβολος εμφανίζεται σχεδόν τραπεζιόσχημος, περικλείοντας μια έκταση περίπου 9 εκταρίων. Σώζεται σε μέγιστο ύψος 10μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 1,80μ έως και 2,50μ. Περιμετρικά των τειχών, στην άνω στάθμη, διαμορφώνεται περίδρομος. Τα τείχη ενισχύονται επιπλέον με την προσθήκη 18 πύργων, τοποθετημένων σε απόσταση περίπου 25μ μεταξύ τους. Βέβαια, οι πύργοι εντοπίζονται στη βόρεια, νότια και δυτική πλευρά του περιβόλου. Αντίθετα, στην ανατολική πλευρά η ύπαρξη της κοίτης του Αράχθου, καθώς και η έδρασή της επί των τειχών της αρχαίας Αμβρακίας αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες. Οι πύργοι, διαφόρων σχημάτων, θεωρούνται χαρακτηριστικοί των ποικίλων επισκευών και προσθηκών που δέχτηκε το κάστρο μέσα στους αιώνες. Ωστόσο, οι πολυάριθμες αλλαγές δε μετέβαλλαν το αρχικό του σχέδιο. Αντίθετα, σκιαγράφησαν τη σύγχρονη του εικόνα και χάραξαν ανεξίτηλα τις διάφορες ιστορικές περιόδους επάνω στα τείχη του.
Από το σύνολο των πύργων οι ορθογωνικοί και οι ημικυκλικοί χρονολογήθηκαν στη βυζαντινή εποχή. Αντίστοιχα, οι τριγωνικοί και οι πολυγωνικοί στη νεότερη περίοδο και πιο συγκεκριμένα στα τέλη του 17ου αι. ή στις αρχές του 18ου αι., σε μία προσπάθεια των Οθωμανών να εκσυγχρονίσουν τον προϋπάρχοντα περίβολο. Πιθανώς και ο Αλή πασάς, στα τέλη του 18ου αρχές 19ου αι., προέβη σε παρεμβάσεις, επισκευές και προσθήκες στο βυζαντινό κάστρο της Άρτας, όπως έκανε και σε πολυάριθμα άλλα κάστρα της επικράτειάς του, στο πλαίσιο της επιδίωξής του για τη δημιουργία ενός κραταιού οχυρωματικού δικτύου, με απώτερο σκοπό την ανεξαρτητοποίηση και προστασία του κράτους του. Οι πύργοι της περιόδου της ύστερης οθωμανοκρατίας παρουσιάζουν κοινά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι συνήθη στα κατασκευασμένα κατά το προμαχωνικό σύστημα οχυρά και ιδίως σε εκείνα της ιταλικής σχολής. Πιο συγκεκριμένα, στις δομημένες με σχετικά επιμελημένη αργολιθοδομή πλευρές τους παρατηρείται μία ελαφριά κλίση, προκειμένου να ενισχύσουν την αντοχή τους στις βολές των κανονιών, ενώ στο ανώτερο τμήμα τους διακοσμούνται με το cordone, ένα κυμάτιο ημικυκλικής διατομής. Χαρακτηριστικές είναι και οι επισκευές της οθωμανικής περιόδου στους βυζαντινούς πύργους, με απώτερο σκοπό να τους προσαρμόσουν και να τους καταστήσουν ανθεκτικούς στα πυρά των όπλων και των κανονιών. Αναφορικά με τη θέση και την ισχύ τους, οι πλέον ισχυροί πύργοι τοποθετήθηκαν στις γωνίες του περιβόλου και ιδίως στις περισσότερο ευπρόσβλητες πλευρές, όπως ο πύργος που προστάτευε την εσωτερική ακρόπολη του κάστρου και ο αντίστοιχος που πλαισίωνε την κεντρική πύλη.
Η σειρά των επάλξεων, διαφορετικών περιόδων, επάνω στα τείχη, ένα χαμηλότερο προτείχισμα στη βόρεια και νοτιοδυτική πλευρά, το οποίο εξακολουθεί να διατηρείται, καθώς και η ύπαρξη τάφρου στη δυτική πλευρά, η οποία δε σώζεται σήμερα αλλά αναφέρεται από τον γνωστό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, αύξαναν επιπλέον την οχυρότητα του περιβόλου.
Δύο πύλες, η κεντρική στη νότια πλευρά και μία μικρότερη στη βόρεια, η οποία οδηγούσε απευθείας στον ποταμό Άραχθο και οι δυο προστατευμένες από αντίστοιχους πύργους, εξασφάλιζαν την επικοινωνία.
Η εικόνα του περιβόλου, όπως και η οχυρότητά του, ολοκληρωνόταν με την ύπαρξη της εσωτερικής ακρόπολης στη ΝΔ πλευρά. Αυτή αποτελούσε το τελευταίο καταφύγιο των αμυνομένων σε περίπτωση εισόδου του εχθρού και ήταν γνωστή ως Ίτς Καλέ (εσωτερική ακρόπολη) ή Καστράκι. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα οχυρό σημείο, όπου ένας εγκάρσιος τοίχος απομόνωνε ένα τμήμα του εξωτερικού περιβόλου, πλαισιωμένο από 4 πύργους. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στην τοποθετημένη στα αριστερά της κεντρικής πύλης του κάστρου είσοδο της ακρόπολης. Ειδικότερα, μετά την κυρίως πύλη, ένας στενόμακρος διάδρομος κατέληγε σε μία ακόμη πύλη, παρέχοντας πρόσβαση στο εσωτερικό της ακρόπολης. Η δεύτερη αυτή πύλη προστατευόταν τόσο από έναν ορθογώνιο πύργο στα δεξιά του εισερχομένου όσο και από μία καταχύστρα ευρισκόμενη ακριβώς από πάνω της, από όπου οι αμυνόμενοι είχαν τη δυνατότητα να ρίχνουν καυτό νερό ή λάδι. Η καταχύστρα, εσωτερικά, καλυπτόταν με καμάρα, την οποία έφεραν δύο κίονες. Μάλιστα, στον καμαροσκέπαστο αυτό χώρο, αρχικά, διαμορφωνόταν ένα προσκυνητάρι, όπως αποδεικνύεται από την ανεύρεση τοιχογραφίας με παράσταση της Παναγίας. Το τείχος της ακρόπολης αλλά και ο παράπλευρος της πύλης πύργος χρονολογήθηκαν στη βυζαντινή εποχή, σύμφωνα με τον τρόπο κατασκευής τους. Αντίστοιχα, ο εξωτερικός χαμηλότερος τοίχος ορίζει τον στενόμακρο διάδρομο στα δεξιά του εισερχομένου, λειτουργεί ως προτείχισμα της ακρόπολης και ανάγεται στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, σύμφωνα με τον τρόπο δόμησής του αλλά και από τη σειρά των τυφεκιοθυρίδων που ανοίγονται κατά μήκος του. Περιμετρικά και στο τείχος της ακρόπολης υπήρχε στην άνω στάθμη του περίδρομος, όπου λίθινες κλίμακες εξασφάλιζαν την άνοδο σε αυτόν. Μια εξ’ αυτών, κατασκευασμένη στα αριστερά του εισερχομένου στην κεντρική πύλη, κατεύθυνε προς την καταχύστρα. Αντίστοιχα, μια ράμπα οδηγούσε στον μεγάλο γωνιακό πύργο, ενώ μικρότεροι διάδρομοι διακλαδώνονταν προς τους μικρότερους πύργους.
Στο εσωτερικό της ακρόπολης σώζονται σήμερα δύο κτήρια, τα οποία αποδόθηκαν χρονολογικά στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Το πρώτο, σχεδόν τετραγωνικού σχήματος, μεγάλων διαστάσεων, αποκαλύφθηκε στη βόρεια πλευρά και χωρίζεται, με κιονοστοιχίες, σε τρεις καμαροσκέπαστους χώρους. Η είσοδος ανοίγεται στον κεντρικό μεσαίο χώρο, πλαισιώνεται από δύο παράθυρα και διανθίζεται από μία μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με παράσταση λέοντος. Οι εξωτερικοί τοίχοι του οικοδομήματος ανήκουν σε κάποιο βυζαντινό κτήριο και προσαρμόστηκαν ανάλογα. Είναι ενδεικτική η μορφή της βόρειας πλευράς του, όπου ο εξωτερικός τοίχος εξέχει επάνω από τη στέγη και διατρυπάται από τρία τοξωτά παράθυρα, επάνω από τα τόξα των οποίων αλλά και ανάμεσά τους διακρίνεται κεραμοπλαστικός διάκοσμος. Επιπρόσθετα και στη ΒΑ γωνία του τοίχου διατηρούνται πέντε λίθινοι κιλλίβαντες ενός προϋπάρχοντος εξώστη. Η εικόνα του εσωτερικού της ακρόπολης σκιαγραφείται επιπλέον με την ύπαρξη στη ΝΔ πλευρά της ενός ακόμη τετράγωνου καμαροσκέπαστου οικοδομήματος της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας, μικρότερων διαστάσεων. Πλησίον του οικοδομήματος εντοπίστηκε και ένα ορθογώνιο στόμιο πηγαδιού, με οικόσημο στη μια πλευρά του, το οποίο αποδόθηκε από τον Α. Ορλάνδο στην οικογένεια των Ορσίνι.
Εκτός από το εσωτερικό της ακρόπολης και στο εσωτερικό του κάστρου έχουν διατηρηθεί λείψανα οικοδομημάτων που μαρτυρούν τη μακραίωνη ιστορική του διαδρομή, τη σημασία του, όπως και τη συνέχεια κατοίκησης του χώρου. Πιο συγκεκριμένα, σήμερα εντός του περιβόλου, στη θέση της βυζαντινής Άρτας, πρωτεύουσας του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, δεσπόζει το κτήριο του πρώην ξενοδοχείου Ξενία. Πλησίον του ήρθαν στο φως ίχνη ενός βυζαντινού κτηρίου μεγάλων διαστάσεων, κατασκευασμένου σύμφωνα με το πολυτελές και πολυδάπανο πλινθοπερίκλειστο σύστημα, το οποίο κατέληγε στη βόρεια πλευρά του σε ένα μικρό παρεκκλήσιο, επί των θεμελίων του οποίου ανοικοδομήθηκε ο υπάρχων σήμερα στον χώρο μικρός ναΐσκος. Η μορφή του, οι μεγάλες διαστάσεις του και η ύπαρξη του ναΐσκου οδήγησαν τους μελετητές στη διατύπωση της άποψης ότι πιθανώς ταυτίζεται με το ανάκτορο των Ηγεμόνων και ταυτόχρονα το διοικητικό κέντρο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου.
Βέβαια, εκτός από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα οικοδομημάτων, τόσο στο εσωτερικό του κάστρου όσο και της ακρόπολης θα υπήρχε μία μεγάλη ποικιλία κτηρίων, αναγόμενα από τη βυζαντινή εποχή έως και την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, τα οποία θα εξυπηρετούσαν τις διαφορετικές ανάγκες των κατοίκων διαχρονικά. Ωστόσο, οι επεμβάσεις που δέχτηκε ο χώρος κατά τη δεκαετία του 60, παράλληλα με τη δενδροφύτευση, αλλοίωσαν καταλυτικά την προϋπάρχουσα μορφή του και κατέστησαν αδύνατη την ανασύσταση της προγενέστερης εικόνας του. Θα πρέπει να αποτελέσει στόχο, επιδίωξη και επιθυμία όλων των επιστημόνων αλλά και όλων των κατοίκων της πόλης η έρευνα, προστασία και ανάδειξη του ζωντανού αυτού τμήματος της ιστορίας της Άρτας και της Ηπείρου γενικότερα.
Βιβλιογραφία
Ορλάνδος Α., «Το Κάστρον της Άρτης», ΑΒΜΕ Β΄ (1936), σ. 151 – 160.
Παπαδοπούλου Β., Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα 2002.
Σμύρης Γ., Το δίκτυο των οχυρώσεων στο πασαλίκι των Ιωαννίνων (1788 – 1822). Ιστορική – Πολιτική – Οικονομική και Χωροταξική Θεώρηση, Ιωάννινα 2004.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος – Υπ. Διδάκτωρ Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων