Ένα θεατρικό απ' τα παλιά
Με αξιώσεις ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια το θεατρικό του συλλόγου «Σκουφάς» που είναι το πιο παλιό θεατρικό της πόλης.
Το 1934 αποφάσισε να ανεβάσει την όπερα του Καλομοίρη «ο πρωτομάστορας» σε κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη. Το θέμα της συνυφασμένο με το τοπικό θρύλο του γεφυριού, συγκίνησε τον τότε πρόεδρο Απόστολο Σέρρη, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία και για να ξεπεράσει τις δυσκολίες, ένα μέρος του αποδόθηκε τραγουδιστά και το υπόλοιπο σε πρόζα.
Την μεγάλη ορχήστρα διηύθυνε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, τα σκηνικά έκανε ο Κώστας Παπαφωτίου και τη χορογραφία ο Γιώργος Παλάντζας που είχε τη σχολή χορού (χοροδιδασκαλείο) στην πόλη. Από τότε η Άρτα ανάπτυξε το δικό της ερασιτεχνικό θέατρο και οι Αρτινοί είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν παραστάσεις, όπως «τα αρραβωνιάσματα»
του Μπόγρη, «το γεφύρι της Άρτας» του Θεοτοκά, «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, «το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας» του Ξενόπουλου, «το νησί
την Αφροδίτης» του Πάρνη. Μέσα από αυτή τη θεατρική άνθηση αναδεικνύονται
πολλά ταλέντα, μεταξύ αυτών και οι αδελφοί Τάκης και Γρηγόρης Βαφιάς που ο μεν πρώτος συνέχισε το δρόμο του ερασιτεχνισμού, αφήνοντας παρακαταθήκη το βιβλίο του
«ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα» (από όπου αντλούμε αυτές τις πληροφορίες), ο δε δεύτερος ακολουθώντας τον επαγγελματισμό έγινε ένας σπουδαίος ηθοποιός του εθνικού και του ελεύθερου
θεάτρου.
19 έργα σε 17 χρόνια!
Το 1986 το θεατρικό του Σκουφά έκανε μια καινούργια αρχή με το έργο του Ξενόπουλου «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας» αυτή τη φορά σε σκηνοθεσία του Μάριου Ρετσίλα. Επαγγελματίας σκηνοθέτης ο Ρετσίλας, προερχόμενος κυρίως από τον χώρο του κινηματογράφου,
καινοτόμος και νεωτεριστής, ρίχνει μια καινούργια ματιά στο έργο και μπολιάζοντάς το με στοιχεία της έβδομης τέχνης, χαρίζει τελικά μια επιτυχία στο θεατρικό του Σκουφά, που λόγω δικτατορίας και μεταπολίτευσης είχε αδρανήσει για πολλά χρόνια.
Από κει και πέρα ο σύλλογος ανέθετε τη σκηνοθεσία σε επαγγελματίες σκηνοθέτες, οι οποίοι τον πρώτο καιρό δίδαξαν, παράλληλα με το ανέβασμα των έργων, υποκριτική και ορθοφωνία στους ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η Ολυμπία Τολίκα, ο Γρηγόρης Βαφιάς, ο Βαγγέλης Τραϊφόρος, (στα μαθήματα συμμετείχε επίσης και ο Δημήτρης Πετρόπουλος) μετέφεραν την πείρα και την τέχνη τους και εκπαίδευσαν το ντόπιο πληθυσμό στο να παίζει αλλά και στο να παρακολουθεί θέατρο.
Ο Βαγγέλης Τραϊφόρος έμεινε περισσότερο απ’ όλους στον σύλλογο, ανεβάζοντας 19 έργα από το 1987 μέχρι το 2004. Δούλευε σκληρά και είχε την ικανότητα να εμψυχώνει ακόμα και τον πιο ανασφαλή ερασιτέχνη, ώστε να στέκεται σωστά και άνετα στο θεατρικό σανίδι. Ιδιαίτερα αγαπητός στους συνεργάτες του και στο κοινό ο Βαγγέλης, εγκατέλειψε το θέατρο και τη ζωή το 2007.
Νέο ξεκίνημα με νέο αίμα.
Από την χρονιά εκείνη το θεατρικό του Σκουφά μένει ορφανό και ανενεργό και μόνο το 2014 ξεκινάει να δουλεύει ξανά σαν εργαστήρι για να καταλήξει να δώσει τον Μάιο που μας πέρασε (2016) μια ακόμα παράσταση.
Η νεαρή θεατρολόγος και ηθοποιός Έλλη Μάνθα ανέλαβε το καινούργιο ξεκίνημα του θεατρικού με μαθήματα αυτοσχεδιασμού και υποκριτικής και υπέγραψε την σκηνοθεσία του έργου «ΟΙ
ΚΑΡΕΚΛΕΣ» του Ευγένιου Ιονέσκο.
Με τις γνώσεις από τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο και στη σχολή θεάτρου, η Έλλη μαζεύει κόσμο ξανά στο σύλλογο, εμπνέει, αναζωογονεί και καθοδηγεί το θίασο σε καινούριους δρόμους.
Δύο βραδιές ήταν αρκετές για να συγκεντρωθούν 600 θεατές στην αίθουσα του συλλόγου, που όλως περιέργως το δύσκολο έργο (θέατρο του παραλόγου) είχε μεγάλο αντίκτυπο στο κοινό. Οι “ΚΑΡΕΚΛΕΣ” είναι ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή έργα του Ιονέσκο. “Ανέβηκε” πρώτη φορά το 1952 στο Παρίσι. “Καθώς ο κόσμος είναι ακατανόητος για μένα, είμαι σε αναμονή για κάποιον να τον εξηγήσει”, γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας επάνω στο πρόγραμμα της παράστασης τότε. Μέσα σε αυτό υπάρχει διάχυτο το διαχρονικό θέμα της μοναξιάς, μέσα σε μία κοινωνία ηθικά χρεοκοπημένη, γεμάτη αγωνία και αδιέξοδα. Έργο πάντα επίκαιρο, ιδιαίτερα στην εποχή μας. Από
τους ρόλους των δύο πρωταγωνιστών πέρασαν διαδοχικά οι δώδεκα ηθοποιοί της ομάδας που ως επί το πλείστον δεν είχαν προγενέστερη εμπειρία με το σανίδι.
Το πρωτότυπο σκηνοθετικό εύρημα που δεν άφησε παραπονούμενο κανέναν από τους συμμετέχοντες, υποστηρίχτηκε και με υποκριτική συνέπεια και με ενδυματολογική ομοιομορφία. Ακόμα και οι λεπτομέρειες είχαν σημασία, όπως οι κόκκινες κάλτσες, οι τιράντες και τα ημίψηλα για τα αγόρια που υποδύονταν τον γέρο φαροφύλακα, οι πέρλες και τα μαντήλια για τα κορίτσια που υποδύονταν την ηλικιωμένη σύζυγό του. Καθόλου δεν μας πείραξε το γεγονός ότι τα νέα παιδιά δεν προσέγγιζαν ηλικιακά τους ρόλους. Ούτε μας ξένισε που, επειδή τα κορίτσια ήταν περισσότερα, τρία από αυτά πέρασαν από τον ανδρικό ρόλο. Καταλάβαμε εξ αρχής ότι σκοπός του θιάσου ήταν να παίξουν με το ύφος κι όχι να δημιουργήσουν ένα
νατουραλιστικό θέαμα. Επιπλέον η παράσταση ήταν καλοστημένη, καλοκουρδισμένη και οργανωμένη στην εντέλεια. Με τους κατάλληλους φωτισμούς και την απαραίτητη μουσική επένδυση. Ιδιαίτερα μας άρεσε το φινάλε με όλους στη σκηνή και τις μικρές συγχρονισμένες κινήσεις που έκαναν με τις καρέκλες στο χέρι.
Ενθουσιασμένοι οι συντελεστές της παράστασης, δηλώνουν πως κάνουν μια δουλειά με σοβαρότητα και συνέπεια και οι θεατές απορούν που μισή ώρα πριν την έναρξη κι ενώ συνωστίζονται για να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στο θέατρο, ακούν τους ηθοποιούς να κάνουν
τις τελευταίες ασκήσεις τους( χαλαρώσεις, αναπνοές, συγκέντρωση προσοχής) πριν ανέβουν στη σκηνή. “Σίγουρα κάτι σπουδαίο συντελείται εδώ” σχολιάζουν και οι μεν και οι δε.
Έχουμε λοιπόν μια ομάδα νεαρών ατόμων, που αποτελούν μαζί με την εμψυχώτρια εργαστήρι, που δουλεύουν σκληρά, που επιλέγουν έργα διαφορετικά από τα συνήθη, που καταθέτουν μια καινούργια άποψη. Όλα αυτά μας κάνουν να πιστεύουμε ότι θα υπάρξει μια ενδιαφέρουσα συνέχεια για τα θεατρικά δρώμενα της πόλης.
Έπαιξαν:
ΓΕΡΟΣ: Όλγα Τσιάφη, Φώτης Παπαφώτης, Κυριακή Κετιπίδου, Στέλιος Ευθυμίου, Νικόλας Μόσχος.
ΓΡΙΑ: Λαμπρινή Κυρούλη, Βάσω Καραβασίλη, Καρολίνα Τζίκερα, Εύη Πελλούμπη, Ελισάβετ Βάσσου, Ράνια Γατσομάλου, Λυδία Βασιλείου
ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Φωτεινή Τσαδήμα.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Έλλη Μάνθα
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνικά –Κοστούμια: Ειρήνη Νάκου, Έλλη Μάνθα, Ράνια Γατσομάλου
Μουσική: Κυριακή Κετιπίδου, Έλλη Μάνθα
Φωτισμός: Γιώργος Νικολακόπουλος “G Sounds & Lights”
Μακιγιάζ: Άννα Τσαδήμα
Φωτογραφία: Αφροδίτη Γκανιάτσα
Βίντεο: Γιώργος Σταύρος
του Σωτήρη Σαρλή